καλόψητος

καλόψητος
-η, -ο
αυτός που ψήνεται ή βράζει καλά: Το κρέας αυτό είναι καλόψητο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλόψητος — η, ο αυτός που ψήνεται ή βράζει καλά, βραστερός, ευκολόβραστος …   Dictionary of Greek

  • ακαλόψητος — η, ο [καλόψητος] 1. κακοψημένος, κακοβρασμένος 2. εκείνος που ψήνεται δύσκολα …   Dictionary of Greek

  • εψανός — ἑψανός, ή, ον (Α) 1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος 2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος 3. ζωμός, σούπα 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”